ντούζης

ντούζης
ντούζης και δούζης, ὁ (Μ)
ντούζες*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. dose ή ιταλ. doge «δόγης» < λατ. dux, ducis «οδηγός, ηγεμόνας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δόγης — (λατ. dux). Ανώτατος άρχοντας στις δημοκρατίες της Βενετίας και της Γένοβας. Η πρώτη εκλογή δ. στη Βενετία χρονολογείται το 697. Έκτοτε και έως το 887, όταν η Βενετία απέκτησε και τυπικά την πλήρη ανεξαρτησία της, ο δ. συνέχισε να είναι νομικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”